άνθρωπος — Το ανθρώπινο ον, ο πιο εξελιγμένος οργανισμός που ζει στην υδρόγειο. Homo sapiens (ά. έμφρων ή λογικός)είναι ο επιστημονικός όρος, στη συστηματική ταξινόμηση διπλής ονομασίας για το γένος (homo, ά.)και το είδος (sapiens, λογικός)στο οποίο ανήκει… … Dictionary of Greek
ανθολόγημα — το 1. μάζεμα, συλλογή λουλουδιών 2. (φυτοκομία) το κόψιμο, το αραίωμα των μπουμπουκιών ενός φυτού για να ενισχυθεί το φυτό και να μπορέσει να θρέψει τα υπόλοιπα, κορφολόγημα … Dictionary of Greek
εύσιτος — εὔσιτος, ον (Α) 1. αυτός που έχει καλή όρεξη 2. αυτόν τον οποίο μπορεί κάποιος να θρέψει εύκολα («εὔσιτον ζῷον», Φιλόστρ.) 3. αυτός που έχει καλό εφοδιασμό τροφίμων («εὔσιτοι κῶμαι», Φιλόστρ.) 4. εκείνος που διεγείρει την όρεξη, ο ορεκτικός 5.… … Dictionary of Greek
θαλασσοπνίγω — 1. πνίγω κάποιον στη θάλασσα 2. μέσ. θαλασσοπνίνομαι·α) πνίγομαι στη θάλασσα ή κινδυνεύω να πνιγώ από τρικυμία ή υποφέρω παλεύοντας με τα κύματα β) υφίσταμαι ταλαιπωρίες στη ζωή μου («θαλασσοπνίγεται για να θρέψει τα παιδιά του») 3. (μτχ. παθ.… … Dictionary of Greek
κελεός — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Ένας από τους πρώτους τέσσερις βασιλιάδες της Ελευσίνας. Φιλοξένησε στα ανάκτορά του τη Δήμητρα, η οποία του δίδαξε τα μυστήρια της λατρείας της και του έδωσε, για πρώτη φορά, το αξίωμα του ιερέα. 2. Ήρωας της… … Dictionary of Greek
κως — Νησί (290,27 τ. χλμ., 30.949 κάτ.) του Αιγαίου πελάγους, στο νησιωτικό σύμπλεγμα των Δωδεκανήσων, Ν της Καλύμνου και της Ψερίμου, στην είσοδο του Κεραμεικού κόλπου (Κερμέ Κορφεζί) της Μικράς Ασίας. Διοικητικά ανήκει στον νομό Δωδεκανήσου. Είναι… … Dictionary of Greek
παραμύθι — Λαϊκή διήγηση στην οποία προέχει το θαυμαστό και το φανταστικό και που έχει για πρωταγωνιστές όντα υπεράνθρωπα, νεράιδες, στρίγκλες, μάγους, δράκους, γίγαντες και, οπωσδήποτε, πρόσωπα ικανά, μέσω μαγικών αντικειμένων ή προσωπικής δύναμης, για… … Dictionary of Greek
τεθριπποτρόφος — ον, Α 1. αυτός που τρέφει ή μπορεί να θρέψει τέσσερα άλογα για το άρμα του 2. (κατ επέκτ.) εύπορος, πλούσιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τέθριππος + τρόφος (< τρέφω), πρβλ. προβατο τρόφος] … Dictionary of Greek
τρέφω — ΝΜΑ, και θρέφω Ν, και δωρ. τ. τράφω Α 1. δίνω τροφή, ταΐζω (α. «τόν τρέφει με μέλι και με γάλα» β. «πότε σὲ εἴδομεν πεινῶντα καὶ ἐθρέψαμεν», ΚΔ) 2. δίνω άφθονη τροφή σε ζώο για να παχύνει (α. «τρέφει γουρούνια» β. «μῆλα... τρέφοι», Ομ. Οδ.) 3.… … Dictionary of Greek
υπερκατοικημένος — η, ο, Ν 1. (ζωολ. οικολ.) (για περιβάλλον) αυτός στον οποίο ο ζωικός πληθυσμός υπερβαίνει τον πληθυσμό που μπορεί να θρέψει και να προμηθεύσει με οξυγόνο 2. (κοινων.) (για οικισμό ή περιοχή) αυτός τού οποίου ο πληθυσμός είναι πολυάριθμος σε σχέση … Dictionary of Greek